- ἀρτοπόπος
- ἀρτο-πόπος, der Bäcker
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
αρτοπόπος — βλ. αρτοκόπος … Dictionary of Greek
αρτοκόπος — ἀρτοκόπος και πόπος, ο, η (Α) ο αρτοποιός, αυτός που παρασκευάζει ψωμί. [ΕΤΥΜΟΛ. < *αρτοπόκος, με μετάθεση < αρτοπόπος, με ανομοίωση. Το β συνθετικό ποπος < * kwopos (< * pokwos, με μετάθεση) ανάγεται στη ρίζα *pekw «ψήνω, μαγειρεύω»… … Dictionary of Greek